ψυχογράφος

ψυχογράφος
ο, η, Ν
ειδικός που διενεργεί ψυχογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -γράφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ψυχογράφος — ο, η 1. ψυχολόγος που ασχολείται με την περιγραφή των ψυχικών ικανοτήτων ενός ατόμου. 2. μέντιουμ που τάχα γράφει ό,τι του λένε τα πνεύματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

  • ψυχογραφία — Η γραφική απεικόνιση των ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ύστερα από ψυχολογική εξέτασή του. Η ψ. επιτυγχάνεται με την έρευνα της όλης προσωπικότητας του ατόμου και τον καθορισμό των ουσιωδών γνωρισμάτων και χαρακτηριστικών του. Με την έρευνα των… …   Dictionary of Greek

  • ψυχογραφώ — έω, Ν περιγράφω τις ψυχικές ιδιότητες ενός προσώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Π. Τριανταφυλλίδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”